- δρακοντοέθειρα
- δρακοντο-έθειρα, die schlangenhaarige Gorgo
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δρακοντοέθειρα — δρακοντοέθειρα, η (Α) φρ. «Γοργὼν δρακοντοέθειρα» η Γοργόνα, τής οποίας τα μαλλιά μοιάζουν με φίδια … Dictionary of Greek
δρακοντοέθειραν — δρακοντοέθειρα with snaky locks fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)